Το Θέατρο
Το θέατρο της Απτέρας, κατασκευάστηκε κοντά στη ΝΑ είσοδο της αρχαίας πόλης από τοπικό απολιθωματοφόρο ασβεστόλιθο, μέσα σε φυσική κοιλότητα του εδάφους. Είναι στραμμένο προς το νότο με θέα τα Λευκά Όρη. Αν και οι περιηγητές του 19ου αιώνα είχαν εντοπίσει τη θέση του θεάτρου, η ανασκαφή του πραγματοποιήθηκε πρόσφατα, μεταξύ 2008-2009 με εντυπωσιακά αποτελέσματα παρά την καταστροφή που είχε υποστεί από ασβεστοκάμινο της νεότερης περιόδου, κατασκευασμένης στο κέντρο του κοίλου. Σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα εδώλια και αρχιτεκτονικά μέλη, αποτελούσαν υλικό παραγωγής ασβέστη με αποτέλεσμα στο μεγαλύτερο μέρος του κοίλου να είναι ορατή μόνο η κλιμακωτή υπόβαση από αργολιθοδομή. Το κοίλο χωρίζεται από πέντε κλίμακες, σε τέσσερις κερκίδες με διάμετρο στα 54,68μ.η οποία αντιστοιχεί σε 26 σειρές εδωλίων τουλάχιστον, καθώς αυτό με βεβαιότητα εκτεινόταν και βορειότερα. Η ακτίνα της ορχήστρας είναι 5,45μ. και αποτελεί μια από τις μικρότερες ορχήστρες που συναντώνται σε αρχαία θέατρα.
Δεξαμενή σχήματος «Γ»
Το μεγάλο ισόπεδο της πόλης δε φαίνεται να διέθετε πηγές νερού. Για το σκοπό αυτό είχαν κατασκευαστεί μεγάλες δεξαμενές ήδη από την ελληνιστική περίοδο. Οι δεξαμενές, μια τρίκλιτη και μία σε σχήμα Γ, είναι λαξευμένες στο βράχο και καμαροσκεπείς, κτιστές στο υπέργειο τμήμα τους. Εξωτερικά αντιστηρίζονται από αντηρίδες, ώστε να αποφορτίζεται η πίεση του νερού. Καλύπτονταν από καμάρες, κατασκευασμένους από πλίνθους, οι οποίες κατέρρευσαν κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας. Οι διατηρούμενες σήμερα λίθινες καμάρες της τρίκλιτης δεξαμενής κατασκευάστηκαν πολύ αργότερα, σε κάποια περίοδο λειτουργίας του μοναστηριακού μετοχιού. Οι δεξαμενές συνδέονται λειτουργικά με τα μεγάλα λουτρικά συγκροτήματα που βρίσκονταν χαμηλότερα σε κοντινή απόσταση στα βόρειά τους, ενώ συγχρόνως εξυπηρετούσαν μαζί με τις οικιακές στέρνες αυξημένες ανάγκες ύδρευσης της πόλης στα ρωμαϊκά χρόνια. Εντυπωσιακές για το μέγεθος, τη χωρητικότητα, την κατασκευή και τη διατήρησή τους, οι δεξαμενές αποτελούν ένα από τα μεγάλα δημόσια έργα της ρωμαϊκής περιόδου και από πλευράς μεγέθους, τα εντυπωσιακότερα μνημεία της Απτέρας.
Δεξαμενή Τρίκλιτη
Το μεγάλο ισόπεδο της πόλης δε φαίνεται να διέθετε πηγές νερού. Για το σκοπό αυτό είχαν κατασκευαστεί μεγάλες δεξαμενές ήδη από την ελληνιστική περίοδο. Οι δεξαμενές, μια τρίκλιτη και μία σε σχήμα Γ, είναι λαξευμένες στο βράχο και καμαροσκεπείς, κτιστές στο υπέργειο τμήμα τους. Εξωτερικά αντιστηρίζονται από αντηρίδες, ώστε να αποφορτίζεται η πίεση του νερού. Καλύπτονταν από καμάρες, κατασκευασμένους από πλίνθους, οι οποίες κατέρρευσαν κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας. Οι διατηρούμενες σήμερα λίθινες καμάρες της τρίκλιτης δεξαμενής κατασκευάστηκαν πολύ αργότερα, σε κάποια περίοδο λειτουργίας του μοναστηριακού μετοχιού. Οι δεξαμενές συνδέονται λειτουργικά με τα μεγάλα λουτρικά συγκροτήματα που βρίσκονταν χαμηλότερα σε κοντινή απόσταση στα βόρειά τους, ενώ συγχρόνως εξυπηρετούσαν μαζί με τις οικιακές στέρνες αυξημένες ανάγκες ύδρευσης της πόλης στα ρωμαϊκά χρόνια. Εντυπωσιακές για το μέγεθος, τη χωρητικότητα, την κατασκευή και τη διατήρησή τους, οι δεξαμενές αποτελούν ένα από τα μεγάλα δημόσια έργα της ρωμαϊκής περιόδου και από πλευράς μεγέθους, τα εντυπωσιακότερα μνημεία της Απτέρας.
Το Ηρώο
Κοντά στην κύρια είσοδο της πόλης, ανάμεσα στην λιθόστρωτη οδό και την δυτική οχύρωση ανακαλύφθηκε ηρώο με ενεπίγραφα βάθρα του 1ου και 2ου αι. μ.Χ. Τα τελευταία βρίσκονται μεταξύ δύο ομάδων κιβωτιόσχημων τάφων.
Η πρώτη ομάδα, αποτελούμενη από έντεκα τάφους που είχαν συληθεί στην ύστερη αρχαιότητα, χρονολογείται από την κεραμική και από τις επιγραφές που επαναχρησιμοποιήθηκαν στα τοιχώματά τους, από την κλασική περίοδο έως τον τρίτο αιώνα μ.Χ. Η δεύτερη μπορεί να χρονολογηθεί στον έκτο με έβδομο αιώνα μ.Χ. από χαρακτηριστικό λύχνο της περιόδου.
Ταφικό Μνημείο Ι
Εξωτερικά της δυτικής οχύρωσης της Απτέρας αναπτύχθηκε το κύριο νεκροταφείο της πόλης. Κοντά στην κύρια είσοδο εύπορες οικογένειες κατασκεύασαν μαυσωλεία. Ένα από αυτά είναι το ταφικό μνημείο Ι. Ιδρύθηκε τον 1ο αι. μ. Χ και περιείχε δέκα ταφικές θήκες. Είχε συληθεί πριν καταστραφεί τον 7ο αι. μ. Χ
Ταφικό Μνημείο ΙΙ
Το ταφικό μνημείο ΙΙ ιδρύθηκε έξω από το δυτικό τμήμα της οχύρωσης της Απτέρας, ως μαυσωλείο εύπορης οικογένειας. Από αυτό σήμερα σώζεται μόνο το υπόγειο τμήμα του, αφού το υπέργειο κατέρρευσε από το σεισμό του 365 μ.Χ.
Για τη μορφή του υπέργειου τμήματός του βοηθητική είναι η ανακάλυψη μέρους του επιστυλίου της πρόσοψής του, το οποίο τεμαχισμένο χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή πρωτοβυζαντινών τάφων. Για τη χρήση αυτή αφαιρέθηκαν τα κυμάτιά του, χωρίς να καταστραφεί η επιγραφή του. Αν και η μελέτη του αρχιτεκτονικού υλικού του μνημείου είναι σε εξέλιξη, το ιωνικό επιστύλιο με τη συμφυή ζωφόρο, τα τμήματα του γείσου καθώς και των κιόνων με ραβδώσεις, οδηγούν στο συμπέρασμα πως η ανωδομή του είχε ναόσχημη μορφή με πρόσοψη προς το βορρά και απαρτιζόταν από τέσσερις κίονες (ιωνικούς ή κορινθιακούς) ή δύο κίονες εν παραστάσι.
Οχύρωση
Το ισόπεδο του λόφου «Παλιόκαστρο», στο οποίο αναπτύχθηκε ο κεντρικός οικισμός της πόλης, προστατεύθηκε με τείχος συνολικού μήκους 3.480 μ. Το πλάτωμα, ύψους 231 μ. αποτελεί στρατηγική θέση, εξαιρετικά προστατευμένη γεωμορφολογικά, με απότομες πλαγιές και ελάχιστες προσβάσεις. Η κατασκευή της οχύρωσης χρονολογήθηκε πριν από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., σύμφωνα με την κεραμική τομών στο στρώμα θεμελίωσης της δυτικής πλευράς, αλλά και σύμφωνα με το σύστημα δόμησης. Ακολουθώντας και αξιοποιώντας τη μορφολογία του εδάφους, η οποία επέβαλλε διαφορετική αντιμετώπιση κατά τμήματα, προκειμένου να εξασφαλιστούν η καλύτερη άμυνα και η οικονομία πόρων, δεν έχει ενιαίο αρχιτεκτονικό σχέδιο. Στην κάτοψή του λόγω της φύσεως του εδάφους παρουσιάζονται ανακαμπές, πολύ χρήσιμες για την άμυνα. Τα ευαίσθητα σημεία προστατεύονταν με πύργους (μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί έξι).
Ρωμαϊκή οικία
Δυτικά του αρχαίου θεάτρου ανασκάπτεται μεγάλη ρωμαϊκή, αστική οικία, η ανέγερση της οποίας προσδιορίζεται στον 1ο αιώνα μ.Χ., πιθανότατα μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 66 μ.Χ. Η χρήση της ως κατοικίας συνεχίζεται, με ποικίλες μετασκευές, ευδιάκριτες κατά τόπους στην τοιχοδομία της, έως το 365 μ.Χ. οπότε καταστρέφεται από τον γνωστό καταστροφικό σεισμό. Κατά τους επόμενους αιώνες (5ο − 7ο αιώνα μ.Χ.) η χρήση του χώρου ήταν περιορισμένη.
Δημόσιο κτήριο
Στα ανατολικά όρια του περιφραγμένου χώρου διατηρείται σε μεγάλο ύψος ο δυτικός τοίχος κτηρίου με τρεις κόγχες, που ίσως είχε δημόσια λειτουργία. Έχει γίνει υπόθεση πως πρόκειται για το Βουλευτήριο της ρωμαϊκής Απτέρας, αν και απόδειξη για αυτή την ταύτιση, όπως κάποια επιγραφή, δεν έχει βρεθεί. Ανασκαφικές τομές στο εσωτερικό του κτίσματος αποκάλυψαν ότι έχει θεμελιωθεί πάνω σε κτήριο παλαιότερης φάσης.
Δίχωρος ναός
Ο μικρός δίχωρος ναός του 5ου αι. π.Χ. αποτελεί ένα από τα πρώτα σημαντικά μνημεία της πόλης. Σώζεται σε μικρό ύψος, με εξωτερικές διαστάσεις: 6,32μ μήκος, 3,96μ βάθος.Ο κάθε χώρος έχει εσωτερικές διαστάσεις: 2,26 πλάτος και 3μ βάθος για κάθε χώρο. Είναι κατασκευασμένος επιμελώς, με ισοδομικό σύστημα, με λαξευμένες ορθογώνιες πλίνθους ίσων διαστάσεων, που συνδέονταν κατά μήκος με σιδηρούς «πελεκίνους», (συνδέσμους σε σχήμα διπλού πελέκεως) και καθ’ ύψος με σιδερένιους γόμφους. Οι είσοδοι του βρίσκονταν στα Α και το κτήριο οριζόταν από αυτή την πλευρά από περίβολο και από απλό, μικρό βωμό στη γωνία.
Λουτρά
Τα ρωμαϊκά λουτρά της Απτέρας έχουν μελετηθεί μέχρι σήμερα αποσπασματικά. Το μέγεθος τους υποδηλώνει μια αύξηση του πληθυσμού της πόλης, ευμάρεια και υψηλό επίπεδο διαβίωσης. Εν μέρει ανασκαμμένο, σε πιο προχωρημένο στάδιο το “Βαλανείο Ι” (βόρεια της τρίκλιτης δεξαμενής), αποτελούν δείγμα της ακμαίας περιόδου της πόλης, οπότε και η δραστηριότητα που συνδεόταν με τα δημόσια έργα ήταν αυξημένη. Η αλληλεξάρτηση των δεξαμενών με τα δύο λουτρικά συγκροτήματα παραπέμπει σε κοινό σχεδιασμό τους.
Κύρια είσοδος
Η δυτική πλευρά της οχύρωσης με την ομαλή πρόσβαση είναι κατασκευασμένη με επιμέλεια και εκεί βρίσκεται η κύρια πύλη εισόδου. Οριοθετείται Δ από πύργο ορθογώνιας κάτοψης και Α από σκέλος του τείχους. Σήμερα σώζεται μόνο το χαμηλότερο μέρος των λίθων των παραστάδων που προορίζονταν για τη στήριξη του θυρώματος. Στην πύλη οδηγεί δρόμος πλάτους 3,5μ., κατασκευασμένος με ακανόνιστα τοποθετημένες πλατιές πλάκες και ανωφερή κλίση προς τα Β, που είναι σύγχρονος με την οχύρωση (4ος αι. π.Χ). Κοντά στην πύλη διακρίνονται οι αυλακώσεις από τις ρόδες των αμαξών, ενώ μέσα από αυτή η οδός έχει μεγαλύτερο πλάτος.